- συμπρατης
- συμπράτηςσυμ-πράτης-ου ὅ участник продажи Lys.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συμπράτης — ὁ, Α [συμπιπράσκω] αυτός που πουλάει κάτι από κοινού με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
συμπράτας — συμπράτᾱς , συμπράτης warrantor masc acc pl συμπράτᾱς , συμπράτης warrantor masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπράτης — ἀναπράτης, ο (Α) μεταπράτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπιπράσκω «μεταπουλάω» (πρβλ. μεταπράτης, συμπράτης, ἐλαιοπράτης, ἀρτοπράτης κ.ά.)] … Dictionary of Greek